- χλανιδοποιός
- χλᾰνῐδο-ποιός, ὁ,A maker of χλανίδες, Poll.7.159.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χλανιδοποιός — maker of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλανιδοποιός — όν, Α αυτός που κατασκευάζει χλανίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλανίς, ίδος «είδος επενδύτη» + ποιός*] … Dictionary of Greek
χλανιδοποιΐα — ἡ, Α [χλανιδοποιός] η τέχνη τής κατασκευής χλανίδων … Dictionary of Greek